- ἐξενολόγει
- ξενολογέωenlist foreign troopsimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενολογώ — ξενολογῶ, έω (Α) [ξενολόγος] 1. στρατολογώ ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἀπῇρεν εἰς Ἀντιόχειαν, καὶ ἐξενολόγει», ΠΔ) 2. φρ. «ξενολογῶ ἔλεον παρά τινος» ζητώ συμπάθεια από κάποιον ξένο … Dictionary of Greek